ηδύκομος

ηδύκομος
ἡδύκομος, -ον (Α)
(για φυτά ή άνθη) αυτός που αναδίδει από τα φύλλα του ευχάριστη οσμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -κομος (< κόμη «μαλλιά, φύλλωμα»), πρβλ. βαθύ-κομος, καλλί-κομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”